- Μούσαις
- Μοῦσαmusicfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μούσαις — μού̱σαις , Μοῦσα music fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
COLOPHONII — navales opes satis amplas habuêre, et in equestribus certaminibus rantum excelluêre, ut victoriam sibi certam pollicerentur, quibus colophonius accessisset equitatus. Unde Proveb. Colophonem addere, cum summa manus operi imponitur. Ex hac urbe… … Hofmann J. Lexicon universale
OLYMPIA — I. OLYMPIA orum, ludi ab Hercule instituti, in honrem Iovis, A. M. 2836. ante restaurationem ab Iphiro factam, An. 442. circa Olympiam Eleae regionis urbem a quâ et nomenhabent. Hercules enim, Augeâ Elidis rege superatô, eiusque stabulô repuratô … Hofmann J. Lexicon universale
καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
καταπιστεύω — (AM) 1. πιστεύω πολύ, έχω τυφλή πίστη σε κάποιον, έχω πεποίθηση σε κάποιον ή σε κάτι («καταπιστεύω ταῑς ἰδίαις δυνάμεσι», Πολ.) 2. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον 3. φρ. α) «καταπιστεύομαι ὑπό τινος» ή «καταπιστεύομαι τινί» μέ εμπιστεύεται κάποιος,… … Dictionary of Greek
λιγυρός — ά, ό, θηλ. και ή (Α λιγυρός, ά, όν, θηλ. και λιγυρή και λιγουρά) 1. αυτός που έχει ήχο οξύ και ευκρινή («παίει λιγυρᾷ μάστιγι», Σοφ.) 2. μελωδικός, εύηχος (α. «θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῑ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ», Πλάτ. β. «τὸν μὲν ἐγὼ Μούσαις...… … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek
συγκαθίημι — Α 1. ρίχνω συγχρόνως («ὁμοῡ συγκαθῆκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν», Πλούτ.) 2. παρεμβάλλω συγχρόνως 3. παρουσιάζω συγχρόνως στη σκηνή («Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἅς συγκαθήκε τοῑς Βατράχοις», Σοφ.) 4. συγκατανεύω, συγκαταβαίνω 5. είμαι υποχωρητικός σε… … Dictionary of Greek
συγκαταμείγνυμι — και συγκαταμίγνυμι Α ενώνω, συνενώνω, αναμιγνύω (α. «χάριτας Μούσαις συγκαταμειγνύς», Ευρ. β. «ὠδαῑς καὶ θαλίαις τὴν ψυχὴν συγκαταμειγνύναι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταμείγνυμι «ενώνω, αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek